συναποκρίνομαι

συναποκρίνομαι
Α [ἀποκρίνομαι]
1. εκκρίνομαι και αποβάλλομαι μαζί με κάτι άλλο («συναποκρινομένων τῶν τοιούτων... ἐν τῷ σπέρματι», Αριστοτ.)
2. αποκρίνομαι, απαντώ μαζί με κάποιον ή αμέσως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”